- αδολέσχης
- ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, -ον)φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάςαρχ.οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ως β' συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α' συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά μια άποψη, α' συνθ. τής λ. είναι το ἄδην, δηλ. ἄδην + λέσχη (οπότε ἀδολέσχης = αυτός που μιλάει πολύ, «ο αφθόνως ομιλών»)προβληματική όμως σ’ αυτή την περίπτωση είναι η μακρότητα τού ᾱ τής λ. ἀδολέσχης. Κατ’ άλλη άποψη, το α' συνθ. τής λ. ανήκει στους θεματικούς τύπους τής οικογένειας τού ἡδύς, ἁδύς (< Fαδύς) «γλυκύς», δηλ. το ᾱδο- τής λ. ἀδολέσχης παράγεται από τ. ἀ-Faδo με ἀ- στερητ., κατόπιν σιγήσεως τού ενδοφωνηεντικού F με συναίρεση (οπότε ἀδολέσχης = αυτός που δεν μιλάει γλυκά). Κατ’ άλλη, τέλος, άποψη, το α' συνθ. είναι ρηματικός τ. δηλ. ᾱδο- < *ἀαδο- < ἀαδεῖν (= ὀχλεῖν)ἀδολέσχης = ο «οχληρά ομιλών», ο ενοχλητικός.ΠΑΡ. ἀδολεσχίααρχ.ἀδολεσχικός αρχ.-μσν. ἀδολεσχῶ].
Dictionary of Greek. 2013.